Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2016

Μια συζήτηση με τον Κώστα Γουρνά για το πολιτικό μυθιστόρημά του » Η βαρύτητα στο ή»

ªøÛäéï 1
 








 Το ευγενές εγχείρημα εκείνο της αλλαγής του κόσμου, αλλά και του κάθε ανθρώπου προσωπικά, είναι μια μάχη κατανόησης του ίδιου σου του εαυτού κι απ τις δύο πλευρές


Οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να σε συγκινήσει ή να σε ταράξει ένα βιβλίο είναι πολλοί και διάφοροι… κάποιες φορές η ιστορία και η πλοκή, άλλες φορές η γλώσσα, ένας χαρακτήρας, η τοποθεσία, ή και όλα αυτά μαζί.

 Κάποιες φορές όμως, υπάρχουν αυτά τα βιβλία που από την πρώτη στιγμή, χωρίς να ξέρεις τι θα συμβεί στις σελίδες του, καταλαβαίνεις ότι είχες ανάγκη να τα διαβάσεις και ότι θα σε συντροφεύουν για πολύ καιρό μετά το τέλος της ανάγνωσης…
Το πολιτικό μυθιστόρημα του αναρχικού κρατούμενου Κώστα Γουρνά, «η βαρύτητα στο ή», είναι ένα προσωπικό βιβλίο που ταυτόχρονα κατά τη γνώμη μου εκφράζει μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων, είναι σαν αποτύπωμά της, είναι το αποτύπωμά της…Χαράζει σκέψεις, αισθήματα, βιώματα, ιστορίες και μυρωδιές ανθρώπων που ζουν μαζί μας, τους ακούμε, τους γνωρίζουμε, και όμως σπάνια στη λογοτεχνία ή στην τέχνη παρουσιάζονται με μια τόσο ουσιαστική και βαθιά ματιά, σπάνια αναδυκνείεται η πολυπλοκότητά τους, τα θέλω τους, οι αγωνίες τους.
Πολύ μακριά από ο,τι στερεοτυπικό μπορεί να έχει διαβάσει κανείς για την αναρχία, για τους αγωνιστές, για τους ανήσυχους ανθρώπους όλων των ηλικιών και των εποχών που επιλέγουν να σηκώσουν στους ώμους τους το βάρος και τις αδικίες αυτού του κόσμου, το «η βαρύτητα στο ή» είναι ένα βιβλίο απαραίτητο να διαβαστεί από όποιον/ όποια θέλει ή ψάχνει να βρει ποιοί είμαστε, που πάμε, και πως πρέπει να περπατήσουμε στα δύσβατα μονοπάτια του σήμερα.
  1. Πως προέκυψε η ανάγκη σου να γράψεις ένα μυθιστόρημα; Πόσο δύσκολη ή επίπονη ήταν η διαδικασία συγγραφής του;
Ένα ερώτημα που με απασχόλησε το φετινό καλοκαίρι -και μάλιστα, αφού είχε εκδοθεί το βιβλίο μου- ήταν το κατά πόσο υπάρχουν τα περιθώρια σε τούτη την ασφυκτική περίοδο της κρίσης στην Ελλάδα, για τον γραπτό λόγο να ταρακουνήσει τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Μιλάω για εκείνους που έχουν ζήσει και προηγούμενες, πιο ανεκτές καταστάσεις, αλλά κι αυτούς τους νέους που ενηλικιώνονται μέσα στις δύσκολες συνθήκες των μνημονίων. Κάτι που θεωρείται κοινός τόπος για όλους όσοι μελετούν τις κρίσεις και δη, ετούτη την ιδιαίτερη την οποία διανύουμε, είναι πως δεν υπάρχει περίπτωση να ξεπεραστεί δίχως δραματικά, δίχως εξαιρετικά βίαια γεγονότα. Γεγονότα που δύνανται να παράξουν τα ίδια, εκ νέου, συνειδήσεις. Έχοντας επίγνωση, λοιπόν, της βαρύτητας των γεγονότων ως υπέρτερα στο κοινωνικό πεδίο, η απάντηση που, πάραυτα, έδωσα ήταν πως ο γραπτός λόγος επιβάλλεται να είναι πανταχού παρών και επιπρόσθετα, τέτοιος που να δημιουργεί τις απαραίτητες διεργασίες στον άνθρωπο ώστε να συμβάλει σε ανατρεπτικά γεγονότα. Γύρω και μέσα του. Γιατί, όπως πολύ αρτιότερα παραθέτει ο Λουίς Σεπούλβεδα «…αλλά και τη βεβαιότητα ότι ο γραπτός λόγος είναι το μεγαλύτερο και το πιο ακατάλυτο άσυλο, γιατί οι πέτρες του συναρμόζονται με κονίαμα τη μνήμη». Ακόμη, λοιπόν, κι αν φαίνεται τόσο μικρό, τόσο λίγο, ένα βιβλίο οφείλει να είναι πραγματικά επαναστατικό. Μνημονεύοντας τις φορές που εξήλθα από σημαντικά γεγονότα, τα οποία σημάδεψαν την πολιτική μου ζωή, διαπιστώνω ότι το μόνο που άφησαν στο συλλογικό συνειδητό του ‘χώρου’ ήταν μια ‘σκόνη’, μια θολούρα, μια επιφανειακή αποτίμηση ή ακόμη και τίποτα. Αυτό με κάνει να πιστεύω ακράδαντα ότι η θεωρητικοποίηση της δράσης είναι πάντα ένα αναγκαίο συμπλήρωμα της, και ίσως κάποιες φορές σημαντικότερη. Και ήταν αυτό ακριβώς, που λειτουργώντας ως βαρυσήμαντο έλλειμμα, για όλα εκείνα τα γεγονότα που, από την περασμένη δεκαετία με σμίλεψαν πολιτικά, εκπυρσοκρότησε τη ‘βαρύτητα’. Ως την ανάγκη να υπάρξει μια μερική κριτική αποτύπωση για όλα εκείνα τα γεγονότα και όσα επέφεραν. Τούτο είναι, φυσικά, ένα κρίσιμο ελλειμματικό μέγεθος για όλο το κίνημα, για τους νέους συντρόφους, το οποίο δεν επαφίεται στη ‘βαρύτητα’ να καλύψει.
Αυτή, σε γενικές γραμμές, η αγωνία μου ήταν η κινητήριος δύναμη για να αποφασίσω να γράψω. Μια αγωνία που επιτείνεται γεωμετρικά μέσα σε συνθήκες εγκλεισμού από την αδυναμία να συνεισφέρω εκ του σύνεγγυς. Αλλά και η διαπίστωση ότι ποτέ δεν έκανα αρκετά, πότε δεν έκανα εκείνο που έπρεπε την κατάλληλη στιγμή ώστε να αλλάξουν τα πράγματα στο εσωτερικό του ‘χώρου’ μας. Αυτό είναι ούτως ή άλλως το αντικείμενο της κριτικής που ενυπάρχει και ως αυτοκριτική ταυτόχρονα. Η ανάγκη να καταθέσω μια πολυδιάστατη ματιά για τον αγώνα -στον πυρήνα του- που διεξάγει σήμερα ένας αναρχικός αγωνιστής. Ένας διάλογος του συγγραφέα με τους ίδιους τους ήρωες του βιβλίου και παράλληλα με τους πραγματικούς ήρωες του αγώνα και αναγνώστες του. Ένα βιβλίο που πραγματεύεται τη διαχρονική συζήτηση για τα μέσα και τους σκοπούς, το παράλληλο βάδισμα της επανάστασης με την ηθική, αλλά και ένα σύμπαν θεμάτων που αφορούν τη ζωή, τον ένοπλο αγώνα, τη συντροφικότητα…
Η ιδέα να γράψω κάτι γεννήθηκε μέσα μου πριν δύο περίπου χρόνια. Περνώντας από διάφορες φάσεις επεξεργασίας κι αφού αποκρυστάλλωσα τον σκοπό του ίδιου του εγχειρήματος, κατέληξα και στη μορφή που θα έπαιρνε το όχημα αυτής της περιπέτειας. Ένα πολιτικό μυθιστόρημα ήταν η έκλαμψη, μεταξύ σοβαρού και αστείου, η οποία διημείφθη σε μια χαλαρή κουβέντα μ ένα σύντροφο πέρσι το καλοκαίρι. Ποτέ δεν θεώρησα τον εαυτό μου ως ‘υπηρέτη’ του πολιτικά ορθού κι έτσι με την επιλογή αυτή φαντάστηκα ότι θα μπορέσω να αποτυπώσω πράγματα που συνήθως δεν λέγονται από έναν πολιτικό κρατούμενο. Στόχος μου ήταν να προσπαθήσω να σκιαγραφήσω τις παθογένειες του αναρχικού ‘χώρου’, αλλά και της κοινωνίας υπό κρίση και να δώσω κάποιες απαντήσεις με έναν τρόπο εποικοδομητικό. Με την ανάδειξη, δηλαδή, της προσωπικότητας των ηρώων που μοχθούν για έναν καλύτερο κόσμο, πρώτα απ όλα μέσα τους. Έπειτα, στο αμιγώς πολιτικό επίπεδο του βιβλίου προσπάθησα να κάνω μια ακτινογραφία της κρίσης σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και να φανταστώ πού περίπου αυτή οδηγεί αν υποθέταμε ότι η ζωή κινείται γραμμικά. Προσπάθησα να υπερτονίσω την αξία της συντροφικότητας, αλλά και της σύνθεσης, σε αντίθεση με εκείνα τα χαρακτηριστικά μιας στείρας, ‘τυφλής’ πολιτικής δράσης και της εσωτερικής διαμάχης φορέων που επιτείνουν προβλήματα αντί να τα ξεπερνούν. Αυτή και πολλά άλλα, βέβαια, είναι η ‘βαρύτητα’. Ένα μη ευχάριστο, αλλά αναγκαίο, όνειρο ζωής.
Ξεκίνησα την πρώτη γραφή περίπου στα μέσα του περασμένου Αυγούστου. Με καθημερινή συστηματική γραφή τελείωσα κάπου στα τέλη του Νοέμβρη. Έπειτα από μια αναγκαία διακοπή ενός μήνα για να φύγει η πρώτη θολούρα και να περάσουν οι γιορτές, επανήλθα με τη δεύτερη η οποία τελείωσε κι αυτή κάπου μέσα στον Απρίλη. Το χειρόγραφο έπρεπε, παράλληλα, να πληκτρολογείται έξω και να διορθώνεται. Τελικά, μετά από μια εκπληκτική επιμέλεια, μέσα σε ασφυκτικά χρονικά περιθώρια καταφέραμε να πάει στο τυπογραφείο προς τα τέλη Ιούνη. Εδώ θα πρέπει να αναφέρω την πρωτότυπη διαδικασία την οποία ακολουθήσαμε με τις Εκδόσεις των Συναδέλφων, όπου απευθυνθήκαμε σε συντρόφους και φίλους έτσι ώστε προαγοράζοντας το βιβλίο να συνεισφέρουν στην έκδοσή του. Η έκτασή του είχε ανεβάσει σημαντικά το κόστος. Η ιδέα αυτή αποδείχθηκε πολύ λειτουργική και σωτήρια, αφού καλύφθηκε ένα σημαντικό μέρος αυτού του κόστους. Και πραγματικά, ήταν μέσα στην κατήφεια αρκετών δυσάρεστων καταστάσεων, όπου βρήκα εκείνο το δείγμα ειλικρινέστατης αλληλεγγύης και στήριξης εξαιρετικά συγκινητικό. Τους ευχαριστώ όλους.
Μία πολύ ιδιαίτερη πτυχή αυτού του εγχειρήματος και, όχι μονοσήμαντα, η ‘ψυχή’ τούτου του έργου είναι η συντροφικότητα. Προς επίρρωση τούτου, θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που και σε αυτή μου την προσπάθεια είχα δίπλα μου τη συντρόφισσα μου τη Φιλαρέτη. Η ‘βαρύτητα’ χρειάστηκε μια εκτεταμένη έρευνα πληροφοριών και γνώσεων, προτού και κατά τη διάρκεια της συγγραφής. Μία σειρά από θέματα που συγκροτούσαν τον κορμό του βιβλίου, αλλά και αυτά που προέκυπταν από την εξέλιξη της πλοκής, βασίστηκαν πάνω της. Ένας τεράστιος όγκος δουλειάς που περιλάμβανε την αναζήτηση χαρτών πόλεων, χωρών, ηπείρων, φωτογραφιών, βιβλίων, ποιημάτων και άρθρων, στοιχείων ιστορικής, στρατιωτικής και επιστημονικής φύσης, αλλά και αφηγήσεις, εκτυπώσεις, φωτοτυπίες, τρεξίματα, συνεννοήσεις, αντιμετώπιση προβλημάτων, για να μπορέσω από τη φυλακή να έχω τα απαραίτητα εφόδια, στην ώρα τους, για τη συγγραφή του βιβλίου. Είναι σχεδόν κοινός τόπος για τα μυθιστορήματα να θεωρούνται απλώς ως καλογραμμένες ιστορίες. Έτσι, σε αντίθεση με τα δοκίμια, δεν είθισται να παραθέτονται ευχαριστίες στις πρώτες σελίδες της έκδοσης. Ωστόσο, στην περίπτωση που ο συγγραφέας είναι κρατούμενος, το ευχαριστώ είναι απλά ανεκτίμητο, όπως και η αλληλεγγύη. Για τις ατέλειωτες ώρες, λοιπόν, έρευνας στο διαδίκτυο, για τα μαθήματα γερμανικών που δεν τελεσφορήσαν, για τη γνωριμία με τον Στρατή Τσίρκα, τον Άρη Αλεξάνδρου, τον Ουίλιαμ Φώκνερ και τον απίστευτο κόσμο της λογοτεχνίας με τα εκατοντάδες βιβλία που πήρα στη φυλακή , για το ασταμάτητο τρέξιμο και την αφόρητη πίεση, για όλη την ανοχή τον καιρό που ήμουν ‘αλλού’, αλλά και για τα χρόνια που δεν είμαι ‘εκεί’ και στέκεσαι δίπλα μου παρά το κόστος… ένα ανεκτίμητο ευχαριστώ!
Επίσης, δε θα ήθελα να λησμονήσω τρία βιβλία που αναβάθμισαν τις γνώσεις μου γύρω από τις δυνάμεις, τις ιδιότητες του σύμπαντος. ‘Το μικρό βιβλίο της θεωρίας των χορδών’ του Steven S. Gubser (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης), ‘Η μητέρα μας η βαρύτητα’ του Χρήστου Κριμίζη-Τσατσούλη (Εκδόσεις Γαβριηλίδη) και ‘Το χρονικό του χρόνου’ του Stephen Hawking (Εκδόσεις Κάτοπτρο). Ακόμη, να ευχαριστήσω την Δέσποινα για το υπέροχο εξώφυλλο στο οποίο αποτύπωσε με διορατικότητα και ακρίβεια τις απαιτήσεις μου, δίχως να έχει διαβάσει ούτε γραμμή του βιβλίου, αλλά και τις Εκδόσεις των Συναδέλφων για την εξαιρετική συνεργασία.
Πάντοτε είχα την πεποίθηση ότι εκείνοι που διέθεταν την ικανότητα να γράφουν βιβλία ήτανε άνθρωποι ευτυχισμένοι. Πως με τον τρόπο αυτό έκαναν κάτι δημιουργικό που τους ξεκούραζε από την καθημερινότητα και τους απάλλασσε από το άγχος. Μέσα σε όλες εκείνες τις ατέλειωτες ώρες της ημέρας ή της νύχτας όπου διαχέονταν σε έναν παράλληλο κόσμο, με έναν πλούτο συναισθημάτων να τους κατακλύζει, θα έπρεπε να νιώθουν συνταρακτικά. Παρόλο που δε μ αρέσει να γενικεύω, η δικιά μου περίπτωση δεν ήταν έτσι. Σύντομα διαπίστωσα ότι κι αυτή η ενασχόληση κουβαλάει το μύθο της. Η ‘βαρύτητα’ είναι για μένα ένα σχεδόν ‘στοιχειωμένο’ βιβλίο. Κουβαλάει στις 520 σελίδες του ένα ογκώδες φορτίο έντονων συναισθημάτων, τα οποία στιγμάτισαν τη ζωή μου στη φυλακή επί ένα χρόνο περίπου. Για να καταφέρω να αποτυπώσω όλον εκείνον τον κόσμο των τριών ιστοριών μέσα σε τρεις μήνες σκληρής εργασίας, έπρεπε να αποκοπώ από τα πάντα και τους πάντες. Όλα πέρασαν σε δεύτερη μοίρα. Ακόμα και τις ώρες που δεν έγραφα, δούλευα στο μυαλό μου την πλοκή. Βρισκόμουν σε μόνιμη υπερένταση και άγχος για τις εξελίξεις. Οι δικοί μου άνθρωποι είχαν γίνει η Ρόζα, ο Οδυσσέας, η Ίντυ, ο Σων… Οι ήρωες είχαν την αποκλειστικότητα μου. Και ήταν ακριβώς εκείνη η ταύτιση με τόσο διαφορετικούς χαρακτήρες, την οποία έπρεπε να επιδείξω από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, που ήταν το πιο κοπιαστικό μέρος της διαδικασίας. Έπρεπε να μπω στο πετσί χαρακτήρων από τους οποίους η υπόστασή μου απείχε έτη φωτός. Και έπρεπε να αγγίξω χορδές για καθένα από εκείνους που πονούσαν αρκετά. Η ‘βαρύτητα’ ήταν μια πολύ επίπονη και πολύπλοκη ‘γέννα’. Κάτι που δε μπορώ να πω πως ευχαριστήθηκα. Ωστόσο, γέμισε τις άχρηστες ώρες της φυλακής με όραμα, ελπίδα, απόλαυση, παραγωγικότητα και εξελιξιμότητα. Ήταν στα σίγουρα μια αμφίθυμη ανάμνηση.

 2.Έχουμε συνηθίσει, τα περισσότερα βιβλία γραμμένα από αναρχικούς ή άλλους πολιτικούς κρατούμενους, να είναι κυρίως βιώματα και εμπειρίες, και όχι μυθοπλασία.
Στο «η βαρύτητα στο ή», υπάρχει έντονο το στοιχείο της μυθοπλασίας. Γιατί επέλεξες τη μυθοπλασία;
Εδώ, είναι η στιγμή να ανασύρω στο προσκήνιο τα περίφημα ‘κουτάκια’. Ένας ευφημισμός που χρησιμοποίησα στις υποτιθέμενες συνελεύσεις στο κοινοβούλιο για να περιγράψω τον τρόπο με τον οποίο πολλές φορές σκεφτόμαστε οι αναρχικοί. Μονοδιάστατα, μέσα στο απαρέγκλιτο πλαίσιο του καθενός και με καχυποψία για την άποψη του διπλανού. Αυτό ήταν για μένα ένα από τα κύρια διακυβεύματα της πολιτικής κριτικής που εξάγει η ‘βαρύτητα’. Μιλάω για έναν τρόπο πολιτικής νοοτροπίας που δεν αφήνει κανένα περιθώριο σύνθεσης και οδηγεί τις εξελίξεις συνήθως σε αδιέξοδο. Και στον αγώνα και στη ζωή, είναι ένας δρόμος προς αποφυγή. Ο αγωνιστής πρέπει να έχει μπροστά του πάντα μια πολύπλευρη γκάμα επιλογών, αλλά για να φτάσει ως εκεί θα πρέπει, πρώτα απ όλα, να την έχει σκιαγραφήσει στο μυαλό του. Η επιλογή, λοιπόν, της μυθοπλασίας δεν ήρθε σε αντιδιαστολή με άλλες μορφές κειμένων, αμιγώς πολιτικών, όπως δοκίμια ή αναλύσεις. Όλα έχουν τη χρησιμότητά τους. Απλά η συγκεκριμένη επιλογή ανταποκρίθηκε τέλεια στους στόχους που είχα θέσει εκ προοιμίου για το εγχείρημά μου. Οι οποίοι, με τη σειρά τους, ήταν το ίδιο πολυδιάστατοι και πολυεπίπεδοι. Ένα μυθιστόρημα, μια μυθοπλασία με πολιτικά χαρακτηριστικά, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή της ζωής μου, μπορούσε να καλύψει με μια ακριβέστερη προσέγγιση ζητήματα τα οποία ήθελα να πραγματευτώ. Η ‘βαρύτητα’ περιέχει τα πάντα. Μου έδωσε το χώρο να εκθέσω από πολιτικές αναλύσεις για την κρίση μέχρι υπέροχη ποίηση σε συνθήκες πολέμου κι από φανταστικές περιπέτειες στις πόλεις του μέλλοντος μέχρι τον τραγικό χαμό ενός αγωνιστή. Ετούτη η δυνατότητα θα ήταν φυσικά απαγορευτική σε ένα πολιτικό κείμενο. Επιπλέον, με τη μυθοπλασία ο αναγνώστης εισέρχεται σε μια διαδικασία όπου ο ίδιος εκμαιεύει συμπεράσματα, έννοιες και θεωρία με παραγωγικότερο τρόπο από το να αναμασά ή να αντιγράφει, πολλές φορές, έτοιμες αναλύσεις. Τέλος, επειδή η μυθοπλασία είναι κάτι σαν το ημίγυμνο, μυστηριώδες και προκλητικότερο από το γυμνό.
Είναι αλήθεια ότι τα περισσότερα βιβλία που έχουν γραφτεί από αναρχικούς κρατούμενους έχουν αμιγώς πολιτική μορφή, είτε είναι αυτοβιογραφικά. Αυτό ήταν κάτι που με απασχόλησε αρκετά. Δίχως να έχω καμία επιθυμία να κάνω πρωτοτυπίες, εκπλήξεις ή και ακροβασίες, επέλεξα να επιμείνω στην απόφασή μου παρά το κόστος της αναμφισβήτητης έκθεσης. Γιατί φυσικά ετούτη είναι υπαρκτή με ένα μυθιστόρημα. Έχοντας αποκτήσει, κυρίως τα χρόνια της φυλακής, μια τεράστια αγάπη για τη λογοτεχνία και διαπιστώνοντας τις εξαιρετικές δυνατότητες που μπορεί να προσδώσει στην ανάπτυξη και κατανόηση του πολιτικού λόγου, επέλεξα να πειραματιστώ κάνοντας τον συγκερασμό τους. Τελικά, αποδείχθηκε πολύ ενδιαφέρον το αποτέλεσμα. Τέλος, όπως πολλές φορές έχω πει ότι η δράση και τα αντικείμενα αυτής δεν είναι ουδέτερα αλλά ‘χρωματίζονται’ από τον φορέα τους, έτσι και με τούτο το αντικείμενο, το βιβλίο μου και τα παραγόμενα του, επιχειρώ σε μια πιο εκτεταμένη κι αναλυτική μορφή να δώσω απαντήσεις σε αμφότερες κατευθύνσεις.
    3. Υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία μέσα στο βιβλίο ή στοιχεία δικά σου στους χαρακτήρες;
Η ‘βαρύτητα’ δεν είναι η αυτοβιογραφία μου. Και ακριβώς επειδή δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο, είναι και τόσο καλή. Άλλωστε, πιστεύω ότι οι αναγνώστες διαβάζοντας το βιβλίο, θα είναι περισσότερο βέβαιοι απ όλους ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Είναι ένα από τα συμπεράσματα που βγαίνουν αβίαστα. Ποτέ δεν θεώρησα ότι η ζωή μου μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επεξεργασίας ή μελέτης, αλλά ούτε φυσικά και έκθεσης από πρόθεση. Άλλωστε, το τελευταίο είναι από τα πράγματα που σιχαίνομαι όταν συμβαίνουν μικρόψυχα και προερχόμενα από τρίτους, είτε σε προσωπικό είτε σε πολιτικό επίπεδο. Όχι, λοιπόν, εδώ δεν υπάρχει ίντριγκα. Οι ήρωές μου δεν έχουν κάποια σχέση με γεγονότα και καταστάσεις της ζωής μου. Υπάρχουν, ωστόσο, χαρακτήρες οι οποίοι έχουν στοιχεία ή πτυχές του εαυτού μου. Υπάρχουν σίγουρα ήρωες με δικές μου πολιτικές αναφορές ή και ενδιαφέροντα. Σαφώς, κάποιοι από αυτούς θα μπορούσα άνετα να αποτελούν εξιδανικευμένα πρότυπα για μένα. Άνθρωποι που θα ήθελα να έχω γνωρίσει ή και να ήμουν ο ίδιος. Φαντάσματα αυτοκριτικής για περιπτώσεις που δεν έπραξα όπως θα ήθελα, ίσως. Ήρωες που θα ήθελα να έχω δίπλα μου στον αγώνα ή στη ζωή. Κάποιοι από αυτούς δανείζονται συναισθήματα, μουσικές, ενδυματολογικές ή και γαστριμαργικές προτιμήσεις, πολιτικές απόψεις, ακόμη και κουσούρια. Υπάρχουν, επίσης, βιώματα στο έργο που έχουν μια συνάφεια με δικά μου. Πέρα απ αυτά όμως, όλα τα γεγονότα του βιβλίου, ανεξάρτητα από τον υποτιθέμενο χρόνο που διεξάγονται, είναι προϊόν κοπιαστικής μυθοπλασίας. Όλοι οι ήρωες της ‘βαρύτητας’, πρωτεύοντες ή όχι, έπρεπε να χτιστούν εξολοκλήρου απ την αρχή, να ονοματοδοτηθούν, να αποκτήσουν μια ιστορία, μια οικογένεια, μια καθημερινότητα και μια αυτονομία που να τους κάνει διακριτούς από τους υπόλοιπους. Τούτο ήταν από τις δυσκολότερες προκλήσεις του εγχειρήματος. Κάθε όνομα στο βιβλίο έχει τη δική του ξεχωριστή σημασία, τη δική του ξεχωριστή ιστορία. Δεν δόθηκε έτσι, στην τύχη. Νοηματοδοτεί το δικό του προσωπικό σύμπαν γύρω του. Και είναι αυτός ο συγχρωτισμός του σύμπαντος του καθενός που έκανε τη ‘βαρύτητα’ ένα τόσο ανθρωποκεντρικό έργο.
   4. Ένα από τα πιο έντονα και συγκινητικά στοιχεία του βιβλίου κατά τη γνώμη μου, είναι η «αγάπη για τη ζωή», όπως την βλέπουμε στον χαρακτήρα του Γενάρη, που παράλληλα και ταυτόχρονα με την πολιτική του δράση στο σύγχρονο αντάρτικο πόλης, είναι ένας άνθρωπος που απολαμβάνει και επιθυμεί …από το μαγείρεμα και τη θάλασσα, μέχρι την τέχνη, τα ταξίδια…μια εικόνα που σπάει το στερεότυπο του «στρατευμένου επαναστάτη» όπως έχει καλλιεργηθεί μέσα στα χρόνια από πολλές πηγές. Ήταν αυτό κάτι που ήθελες να κάνεις, να δώσεις μια παράλληλη διάσταση ή αλήθεια στην εικόνα του κόσμου για τους αντάρτες πόλης;
Ο Γενάρης είναι ένας πολύ βασικός ήρωας της ιστορίας που σηκώνει πάνω του ένα δυσανάλογο για τη ζωή του φορτίο ενός ολόκληρου αιώνα. Στα διλήμματα που κλήθηκε να διαχειριστεί εκείνος, όπως και όλοι οι άλλοι ήρωες, γεννήθηκε η ιδέα της συνύπαρξης και συγκερασμού των δυο εννοιών της βαρύτητας. Εκείνης ως φυσική ιδιότητα του κόσμου μας και ως αυτό που θα λέγαμε τη μονάδα μέτρησης του κύρους ενός ανθρώπου. Κι έτσι κλήθηκα να περιγράψω τη μορφή που παίρνει η επιτάχυνση της βαρύτητας πάνω και γύρω από το σημείο, αλλά και σαφώς εντός εκείνου που λαμβάνει μια κρίσιμη απόφαση. Μια απόφαση ζωής και θανάτου. Για το πως το ‘ειδικό βάρος’ ενός ανθρώπου μπορεί να αποκτήσει μια συνάφεια με τις ιδιότητες της βαρύτητας. Κι αν στον μακρόκοσμο του απέραντου σύμπαντος η βαρύτητα θεωρείται ως η πιο ασθενής δύναμη του Καθιερωμένου Προτύπου, τότε στον δικό μας μικρόκοσμο των ανθρωπίνων ζωών η αξιοπιστία, η εντιμότητα, η λεβεντιά ή η ορθοκρισία είναι το απόλυτο, το σημαντικότερο μέγεθος.
Σ αυτό το σημείο πρέπει να ξεκαθαρίσω κάτι. Η ‘βαρύτητα’ δεν παύει να είναι ένα απλό μυθιστόρημα. Πολιτικό μεν, αλλά τέτοιο. Καθένας από τους άντρες και τις γυναίκες ήρωες αυτού του βιβλίου δεν πλάστηκαν ποτέ για να εξυψωθούν σε ένα πάνθεον ηρώων της επανάστασης, του αντάρτικου πόλης, της αναρχίας και της κοινωνικής ζωής. Δεν αποτελούν πρότυπα οι ζωές τους για τη νέα γενιά. Ωστόσο, οι επιλογές που κλήθηκαν να πάρουν τις δύσκολες στιγμές και οι μέθοδοι διαχείρισης κρίσεων, θα ήθελαν να παρίστανται ως ηθικά και πολιτικά διδάγματα. Η ‘βαρύτητα’ δεν ήρθε ως ένα βιβλίο που θα υποδείξει τρόπους ζωής, τρόπους να συνδυάσει κάνεις την πολιτική με την κοινωνική -ή ακόμη και την ερωτική- του ζωή. Ήρθε στα σίγουρα όμως να αναδείξει μια μεθοδολογία κατανόησης του πεδίου γύρω από το οποίο στροβιλίζονται καθημερινά οι διαφορές εκφάνσεις της ζωής των ανθρώπων. Όπως και να υπερτονίσει την αναγκαιότητα του μέτρου στις επιλογές τους. Έτσι λοιπόν, ο Γενάρης, η Ίντυ και οι άλλοι, δεν ήταν παρά μόνο το αποτέλεσμα μιας ζωής που οι ‘ίδιοι’ το επέλεξαν στις συγκεκριμένες συνθήκες. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους πραγματικούς ανθρώπους. Ο αντάρτης πόλης, η αναρχικιά, μπορεί να έχουν πολύ διαφορετικές ζωές και χαρακτήρες. Κι αυτό επιβάλλεται. Δεν μιλάμε, λοιπόν, για κάποιου είδους αντιπροσωπευτικά δείγματα, αλλά για παρουσίες που ασκούν μια ιδιάζουσα έλξη στον ‘πλάστη’ τους.
Όσον αφορά, ειδικότερα, τους αντάρτες πόλης και τα στερεότυπα που υπάρχουν γύρω από τις ζωές τους, πιστεύω ότι αυτά έχουν αρχίσει να φθίνουν τα τελευταία χρόνια. Δυστυχώς, τούτο συνέβη καθώς υπήρξαν πολλές συλλήψεις και η δημοσιότητα απομυθοποίησε σε ένα βαθμό την εικόνα του ‘εκτός κοινωνίας’ ανθρώπου που συνωμοτεί για την απόλυτη καταστροφή. Τύπων μοχθηρών, με υπερφυσικές ικανότητες που τρώνε τσιμέντο και χαλίκια και μπορούν να πετύχουν το οτιδήποτε οπότε αυτοί το θελήσουν. Μια τέτοια γλαφυρή εικόνα ίσως να είναι μόνο λειτουργική για να εκφοβίζει τους εχθρούς μας. Ωστόσο, σήμερα είναι αστείο να προσπαθούμε να ενισχύσουμε μια τέτοια εικόνα. Ένας από τους πολλούς στόχους του βιβλίου ήταν και αυτός. Να φέρει το αντάρτικο πόλης πιο κοντά στις πραγματικές του διαστάσεις. Γιατί οτιδήποτε στην πολιτική έρχεται πιο κοντά στην πραγματικότητα, ενισχύεται με αξιοπιστία. Η κρίση στην Ελλάδα έχει δημιουργήσει χιλιάδες άσχημα πράγματα, όμως έκανε και κάτι καλό. Επανέφερε στους ανθρώπους πιο γειωμένα κριτήρια. Ούτε η αναρχία, ούτε το ένοπλο ως πολιτικός ‘χώρος’ έχουν την ανάγκη να βαυκαλίζονται από κοινωνικά παινέματα και κολακείες. Οι εποχές απαιτούν σεμνότητα και γείωση με την κοινωνία. Οι ήρωες, λοιπόν, του βιβλίου χαίρονται τα νιάτα τους, ερωτεύονται, απολαμβάνουν, μαγειρεύουν, αστειεύονται, εργάζονται, πηγαίνουν ταξίδια, ονειρεύονται … ζούνε! Πέρα απ όλα αυτά έχουν και μια πολιτική δραστηριότητα η οποία ταιριάζει στα μέτρα και τις επιλογές τους. Η ‘βαρύτητα’ επιχειρεί να απομυθοποιήσει τον αγώνα για την επανάσταση διατηρώντας ταυτόχρονα την αδιαμφισβήτητη και υπέροχη αίγλη του. Και τούτο μόνο μέσα από ένα μυθιστορηματικού τύπου κείμενο θα μπορούσε να γίνει.
   5. Είναι τελικά το «αντάρτικο πόλης» μια παράλληλη διαδικασία της ζωής, ή μια ξεχωριστή συνθήκη που όποιος το επιλέξει θα πρέπει να αποκοπεί από άλλα πράγματα;
Σε συνέχεια από την προηγούμενη ερώτηση θα έλεγα ότι αυτή η συζήτηση περί του βαθμού στράτευσης ενός αγωνιστή σε μια ένοπλη οργάνωση είναι υπαρκτή μέσα στο κίνημα. Η ιστορική εμπειρία μας έχει δείξει ότι υπήρξαν οργανώσεις με ένα μεγάλο εύρος στη διαβάθμιση της στράτευσης του κάθε αγωνιστή. Από μια άτακτη, περιφερειακή ενασχόληση ως και την απόλυτη ενασχόληση μόνο με αυτήν. Υπάρχει, επίσης, και μία συζήτηση για τις δυνατότητες που παρέχει η αποκοπή από τις κινηματικές διαδικασίες έτσι ώστε να είναι πιο παραγωγική, αλλά και πιο ασφαλής μια οργάνωση. Αναμφίβολα, υπήρξαν οργανώσεις που έκαναν μόνο το ένα ή μόνο το άλλο, αλλά και άλλες που συνδύασαν και τις δυο τάσεις. Με μέλη που συμμετείχαν στις ευρύτερες πολιτικές διαδικασίες και με άλλα που κρατούνται στην αφάνεια της συνωμοτικής δράσης. Κάθε επιλογή έχει, προφανώς, τα μειονεκτήματα και τα πλεονεκτήματά της. Η συνωμοτική δράση μακριά από τα άγρυπνα μάτια της αντιτρομοκρατικής προσφέρει ασφάλεια, παραγωγικότητα, αλλά και τον κίνδυνο απομάκρυνσης από τις εξελίξεις και την πραγματικότητα του κινήματος, ενώ η παράλληλη ενασχόληση με τα μαζικά, το αντίθετο. Εξαρτάται σαφώς από τη στρατηγική φύση της κάθε οργάνωσης για να επιλέξει το πώς θα διακυμανθεί αυτή η διαβάθμιση στην εμπλοκή των μελών της.
Ο αγώνας που διεξάγει ένας αναρχικός αγωνιστής εντάσσεται σαφώς στο ευρύτερο πλαίσιο μιας πολεμικής διαμάχης. Κάνουμε πόλεμο ταξικό, μα πόλεμο. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βρούμε εκείνους τους δρόμους που θα μας φέρουν τη νίκη. Από τούτο θα μπορούσε άνετα να συνάγει κάνεις ότι θα χρησιμοποιήσουμε κάθε δρόμο που θα μας οδηγήσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Λάθος. Εμείς δεν διεξάγουμε έναν οποιοδήποτε πόλεμο. Θέλουμε να κάνουμε επανάσταση. Κοινωνική. Και αυτό σημαίνει ότι δεν είμαστε εμείς αποκλειστικά απέναντι σ εκείνους. Είμαστε δυνητικά η κοινωνία απέναντι τους. Ως κοινωνία, λοιπόν, έχουμε μια ζωή να ζήσουμε και παράλληλα να την αλλάξουμε. Και αυτή ακριβώς η ζωή είναι το ύψιστο αγαθό το οποίο διεκδικούμε ως αγωνιστές. Αυτό υπερασπιζόμαστε απέναντι σε εκείνους που μας το εξευτελίζουν. Ο επαναστάτης είναι ένας φανατικός λάτρης της ζωής, των χαρών και των απολαύσεών της. Παρόλο που τις περισσότερες φορές τις στερείται δραματικά σε σχέση με άλλους ανθρώπους, οφείλει να αποκτά όσες περισσότερες εμπειρίες και γνώσεις από τις διάφορες εκφάνσεις της. Γιατί με τον τρόπο αυτό γίνεται ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος που συμβαδίζει με την κοινωνία. Και καθένας από μας οφείλει να αποκτά καλλιέργεια ικανή να αποτελέσει κίνητρο για τους διπλανούς του. Δεν πρέπει οι δράσεις μας να είναι μόνο ελκυστικές για την κοινωνία, πρέπει να είμαστε και οι ίδιοι ως υποστάσεις τέτοιοι. Ο ελιτισμός δεν βοηθάει κανέναν, παρά ίσως να προσφέρει έναν ήσυχο ύπνο στους φορείς του. Ωστόσο, ένας ήσυχος ύπνος είναι μακριά από το ύφος που θα έπρεπε να ‘χει ένας επαναστάτης.
   6. Διαβάζοντας το βιβλίο, μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ασκείς μια εύλογη κριτική στις διαδικασίες του αναρχικού χώρου, στις συνελεύσεις, σε αυτό που ονομάζουμε ή που θέλουμε να ονομάζουμε «μαζικό» ή «ανοιχτό», ενώ τονίζεις πολύ την συντροφικότητα και την αλληλεγγύη μέσα στις ομάδες, στις προσωπικές σχέσεις που υπάρχουν και είναι δυνατές.  Έτσι είναι όντως;
Στη ‘βαρύτητα’ όντως ασκώ κριτική ή αν θες υπερτονίζω μερικές από τις παθογένειες τόσο των ανοιχτών διαδικασιών όσο και των κλειστών, με την ίδια ζέση. Η κριτική αυτή ήταν επίσης από τα ζητήματα που με απασχόλησαν πολύ κατά τη συγγραφή του βιβλίου. Εδώ υπήρχε διάχυτος ο κίνδυνος να δοθεί μια λάθος εντύπωση στο αναγνωστικό κοινό που δεν είναι εξοικειωμένο με τις πολιτικές διαδικασίες. Θα μπορούσε να εισπραχθεί μια αποθαρρυντική εικόνα για τους αναρχικούς και τις διαδικασίες τους. Ωστόσο, ήταν ένα ρίσκο το οποίο πήρα και όπως εξήγησα πρωτύτερα, η ανάδειξη αδυναμιών με έναν τρόπο που δεν προσβάλει, φέρει μεγαλύτερη γείωση με την πραγματικότητα και τα ίδια τα προβλήματα. Πέραν αυτού, είμαι βέβαιος ότι στο βιβλίο περιέχονται ένα σωρό άλλα προτερήματα της αναρχίας που αντισταθμίζουν τα οποία ελλείμματα. Για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, τους συντρόφους που ζουν αυτές τις καταστάσεις, είναι ένας ωραίος τρόπος να προβληματιστούν και να δράσουν σε μια νέα κατεύθυνση. Αλλά και για τους νέους συντρόφους που έχουν μια εγγενή απέχθεια ή κι απογοήτευση για πολλές συλλογικές διαδικασίες, αυτή η κριτική δεν μπορεί να αποτελέσει άλλοθι, ούτε να υπερθεματίσει πάνω στη δική τους κριτική. Εδώ δεν υπάρχει σε καμία περίπτωση ένα δίπολο ανοιχτού/μαζικού και κλειστού/ένοπλου το οποίο συγκρούεται. Το βιβλίο ασχολείται με νοοτροπίες που απαντώνται σε όλο το πολιτικό φάσμα. Διατρέχουν όλες τις αντιλήψεις, όλες τις τάσεις.
Έχω υπάρξει παιδί και των δυο καταστάσεων, όπως και οι περισσότεροι που συμμετείχαν ποτέ σε ένοπλες ομάδες. Κι από τις δύο πήρα τα κατάλληλα εφόδια για να προχωρήσω. Ωστόσο, στις σημερινές συνθήκες της κρίσης στην οποία βρίσκεται και ο αναρχικός ‘χώρος’, οι παθογένειες τείνουν να υπερκαλύψουν τα πάντα. Κι επειδή, προφανώς, δεν είναι δική μου δουλειά να μιλώ για εκείνες των κλειστών ομάδων, αναγκαστικά εκθέτω αυτές που εκφράζονται δημόσια, στις συνελεύσεις. Το πρόβλημα, προφανώς, δεν είναι η πολυμορφία των τάσεων που ανθούν στον ‘χώρο’ μας. Ούτε, βέβαια, κι ότι πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που σε κάθε πεδίο θα ξεχωρίζουν ως πιο δραστήριοι ή με ευχέρεια στον λόγο, που μονοπωλούν πολλές φορές τις συζητήσεις. Τούτα είναι εύλογα και θεμιτά. Το θέμα που πληγώνει σήμερα τον ‘χώρο’ είναι η αντίληψη ότι η εσωτερική διαπάλη των τάσεων ή των αντιλήψεων μπορεί να αποδειχθεί παραγωγική και προωθητική. Είναι μια λογική που πραγματικά λειτούργησε παλιότερα, όπως μετά το πολυτεχνείο του ’95, όταν συγκρούστηκαν δύο θεμελιακά αντιδιαμετρικές αντιλήψεις και έτσι κατάφερε αυτό που σήμερα συγκροτεί τον σύγχρονο αναρχικό ‘χώρο’ να αποκτήσει τις ρίζες του. Τότε, όντως εκείνη η σύγκρουση ήταν προωθητική και ζωογόνα. Όμως στις τωρινές συνθήκες, που η κρίση μας υπερβαίνει όλους, η επιμονή σε ενός είδους ‘ξεκαθάρισμα’ των τάσεων είναι εντελώς καταστροφική, διαλυτική και ανόητη.
   7.Στο βιβλίο, το στοιχείο του έρωτα, της συντροφικότητας, φαίνεται να είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τους χαρακτήρες. Μπορεί να είναι τελικά και ο έρωτας, ή μια σχέση, κινητήριος δύναμη για πολιτική δράση; Ποια η σημασία του στον ευρύτερο αγώνα;
«Ο  έρωτας  και  η  επανάσταση,  σύντροφοι,  δεν  συμπορεύονται  απλά  με  μια  διαλεκτική σχέση  μεταξύ  τους.  Διατηρούν  την  ίδια  σχέση,  που  υπάρχει  ανάμεσα  στον  ήλιο  και  τη  γη.  Το  βαρυτικό  πεδίο  της  επανάστασης κρατά  σε  τροχιά  τον  έρωτα.  Και,  ως  αρσενικά,  σύντροφοι,  εσείς θα  έπρεπε  να  το  νιώθετε  αυτό.  Γιατί,  τι  μπορεί  να  υπάρξει  πιο ισορροπητικό  από  τη  σκέψη  της  αγαπημένης,  που  με  ένα  γλυκό χαμόγελο  στα  χείλη  σε  καλεί,  να  χαρείτε  τα  επινίκια».
Είναι μια από τις πολλές ρήσεις του Ιρλανδού ήρωα του βιβλίου που προσπαθεί να εγκαλέσει με ένα φρόνιμο τρόπο τους δυο άρρενες συνομιλητές του. Πραγματικά, ο έρωτας και η συντροφικότητα, ο αγώνας και η πολιτική είναι οι δυο πυλώνες της ‘βαρύτητας’. Αλλά εδώ δεν είναι η ώρα να σταθμιστούν ως μεγέθη που επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων. Ο Ελύτης στο Μονόγραμμα λέει τα εξής για τον έρωτα: «θα πενθώ πάντα – μ ακούς; – για σένα, μόνος, στον Παράδεισο / Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές Της παλάμης, η Μοίρα, σαν Κλειδούχος Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός / Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι / Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου». Και λίγο πιο κάτω από το ίδιο: «Μες στη μέση της θάλασσας Από το μόνο θέλημα της αγάπης, ακούς Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ ακούς Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς…».
Στη ‘βαρύτητα’ συνυπάρχουν αυτοί οι δυο μεγάλοι τομείς στη ζωή ενός ανθρώπου, όχι όμως απαραίτητα για να συσχετιστούν μεταξύ τους κάτω από κάποιο νέο περίεργο δόγμα που θέλει το ‘βίωμα’ ως τη θεμέλιο λίθο της πολιτικής. Εδώ θα πρέπει να διαφυλάξουμε όλοι μας, συγγραφέας και αναγνώστες, την δυνατότητα να προσλαμβάνουμε τα τεκταινόμενα στο βιβλίο κάτω από μια οπτική που δεν παραπέμπει αυτομάτως σε πολιτική θεωρία. Προφανώς, ο τρόπος που ερωτεύεται ο καθένας από τους ήρωες του βιβλίου δεν είναι μια πρόταση ζωής, ούτε φυσικά έχει και ευθεία σχέση με κάποια πολιτική κατεύθυνση. Θα ήταν αστείο. Οι άντρες και οι γυναίκες της ‘βαρύτητας’ έχουν μια αυτονομία που εκτείνεται πέρα από τα στενά όρια των σελίδων στις οποίες αναπνέουν. Συνεχίζουν να ζουν στον κόσμο μας, ως πτυχές υπαρκτών ανθρώπων, επιθυμιών ή αναγκών που έχουν την αγωνία να ζήσουν όμορφα, να αγαπήσουν και να αγαπηθούν.
Έχουν γραφτεί αμέτρητες σελίδες για τον έρωτα και τη συντροφικότητα, όπως και άλλα τόσα για τον αγώνα και την επανάσταση. Ασφαλώς πιστεύω ότι το πρώτο είναι πιο πολύπλοκο θεωρητικά ενώ το δεύτερο πρακτικά. Μια σχέση δύο ανθρώπων μπορεί εξίσου να αποτελέσει κίνητρο και αντικίνητρο για την πολιτική δράση. Γιατί το εύρος των συναισθημάτων στον έρωτα είναι χαοτικό. Άρα και επικίνδυνο. Πάντως η αλήθεια είναι ότι οι ήρωες του βιβλίου που ερωτευτήκαν ωφελήθηκαν ως προς την εμπλοκή τους με τον αγώνα.
   8. Γιατί επέλεξες να χρησιμοποιήσεις μελλοντολογικά στοιχεία και να απλώσεις την ιστορία μέσα στα χρόνια; Τι σημαίνει για σένα αυτό;
Κάποια στιγμή μέσα στο προηγούμενο καλοκαίρι έπεσα τυχαία πάνω σε κάποιο επιστημονικό άρθρο για τη θεωρία των χορδών. Έπειτα, μνημόνευσα την πρώτη φορά που τη συνάντησα σε ένα υπέροχο βιβλίο του Stephen Hawking. Υποστήριζε, σε θεωρητικό πάντα βαθμό, ότι η επιβεβαίωσή της θα σήμαινε την απαρχή των χωροχρονικών παρακάμψεων. Τα ταξίδια στο χρόνο υπήρξαν για δεκαετίες ένα ευγενές μυστήριο κι ένα προκαταρκτικό ταξίδι στη φαντασία για κάθε ανθρώπινο ον. Στη συνέχεια, αμέσως προσπάθησα να συγκεντρώσω όσα περισσότερα στοιχεία μπορούσα για να κατανοήσω τις χορδές και τις ιδιότητές τους. Σίγουρα, δε μπορώ να πω ότι τα κατάφερα και πολύ καλά. Ωστόσο, μέσα στον πυρετό των εσωτερικών διεργασιών για το βιβλίο, εκείνες ήταν που γέννησαν τον πρώτο μου χαρακτήρα, τον καθηγητή Νικ Φλαϊχάιερ. Πάνω στην μεγάλη του εργασία, η οποία επιβεβαίωσε τη θεωρία, χτίστηκε σιγά σιγά και ο υπόλοιπος αρχικός κορμός του έργου. Μια σπονδυλωτή ιστορία σε τρεις χρόνους που καλύπτει έναν αιώνα. Ένα έργο ζωής για τον καθηγητή κι ένα περίπου τέτοιο για τον συγγραφέα.
Το ταξίδι στο χρόνο ως θέμα είναι πολύ κοινότυπο στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο. Είναι όμως ακριβώς αυτός ο πειρασμός για τη γνώση του μέλλοντος ή ακόμα και για το ξαναντάμωμα με τα νιάτα που πάντα θα εξιτάρει τον άνθρωπο. Αυτή η ‘ευκολία’ που μου παρείχε ο καθηγητής Φλαϊχάιερ, επέτρεψε να ικανοποιήσω τρεις βασικές επιδιώξεις. Πρώτα απ όλα, να πειραματιστώ με το σπονδυλωτό μοτίβο στη συγγραφή, το οποίο καλλιεργεί με έναν ιδιαίτερο τρόπο μια αγωνία για την εξέλιξη. Ομολογώ ότι ήταν πολύ δύσκολο να ξετυλίξω την πλοκή χωρίς να δημιουργούνται χρονικά ασυμβίβαστα και λογικά κενά στο έργο. Έπειτα, μου επέτρεψε να παραθέσω μια άποψη για το μέλλον των κοινωνιών, δίχως όμως να προσποιούμαι τον προφήτη. Αυτό ήταν μονάχα το όχημα για να αναδείξω τα διαχρονικά ηθικά ζητήματα που συμβαδίζουν με την πολιτική σε διαφορετικές κοινωνικές, πολιτισμικές και γεωπολιτικές συνθήκες και πώς αυτά είναι που στην ουσία παραμένουν αυτούσια. Όσον αφορά το πολιτικό διακύβευμα αυτής της χρονικής επέκτασης, προσπάθησα να παρουσιάσω μία βραχεία, μια μέση και μια μακρά πραγματικότητα για την Ελλάδα και τον κόσμο που να προκύπτει από την πολιτική ανάλυση του σήμερα. Ωστόσο, δε με απασχόλησε ποτέ το να φτιάξω έναν πολιτικό ‘Καζαμία’, ούτε να γίνω θεωρητικός της δυστοπίας. Τέλος, τούτος ο πειραματισμός στα χρονικά περιθώρια του μπρος και του πίσω ήταν και μια δικιά μου προσωπική υπόθεση. Ένας πειραματισμός εκ προθέσεως πάνω σε όρια, συναισθήματα και αντοχές. Είμαι, σε γενικές γραμμές, ικανοποιημένος από τις βασικές επιλογές που έκανα στη ζωή μου. Έτσι η κλασσική και ξενέρωτη -είναι η αλήθεια- ερώτηση περί μετανοιών και επιστροφής στο παρελθόν δε με απασχόλησε καθόλου. Οι ήρωες μου χρησιμοποιούν την ευφυΐα του καθηγητή Φλαϊχάιερ για να ανατρέψουν καταστάσεις προς όφελος της ανθρωπότητας. Δεν τους παρακινεί κάποιο προσωπικό συμφέρον. Η τάση, λοιπόν, που εντοπίζεται στο βιβλίο ως μια φυγή προς το μέλλον ίσως να έχει τις ρίζες της στην ίδια την τωρινή ζωή του συγγραφέα. Όσα δημιουργικά πράγματα και να βρίσκεις να κάνεις στη φυλακή, ο χρόνος θα είναι πάντα ένας ουσιαστικά αναξιοποίητος, ένας χαμένος χρόνος.
    9.. Ένα από τα πιο δυνατά στοιχεία στο βιβλίο, σε όλες τις ιστορίες, είναι οι γυναικείοι χαρακτήρες, τόσο ως επαναστάτριες μέσα στην πλοκή του βιβλίου, όσο και στην καθημερινή ζωή…τι έχεις να πεις γι αυτό;
Εδώ θα πρέπει να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα. Η ‘βαρύτητα’ είναι ένα βιβλίο, μια ματιά για τον αγώνα, την πολιτική, την αγάπη, τις σχέσεις, δοσμένη από έναν άντρα συγγραφέα. Ετούτη είναι μια ταυτότητα, όπως όλες οι υπόλοιπες με τις οποίες γράφω, την οποία όχι μόνο δεν απαρνούμαι, αλλά διεκδικώ κιόλας. Και αυτό δεν έχει, φυσικά, να κάνει με κάποια περίεργη καινοφανή πολιτική αντίληψη που έχω για τη διαφορετικότητα των δύο φύλων στην πολιτική και κοινωνική ζωή. Είμαι βαθιά αναρχικός, όμως δεν είμαι οπαδός διάφορων σύγχρονων απόψεων που, στην προσπάθεια τους να κάνουν αντισεξιστικό ή αγώνα υπέρ της διαφυλικής ισότητας, ισοπεδώνουν την κάθε διαφορετικότητα ανάμεσα στα δύο φύλα. Αυτή, κατά τη γνώμη μου, είναι μια αντίληψη βαθιά αντιπροοδευτική, καθώς προσπαθεί να λειάνει εκείνες τις ιδιαιτερότητες που κάνουν την ώσμωση των δύο φύλων τόσο ενδιαφέρουσα.
Πράγματι, οι γυναίκες στο έργο μου έχουν τη δική τους ξεχωριστή και ιδιαίτερη βαρύτητα. Τόσο για τον αγώνα όσο και για την πλοκή, αλλά και πολύ περισσότερο για τους άντρες ήρωες, μα και για τον συγγραφέα. Πρώτη απ όλες η Ρόζα, σε ένα παρόν που προσιδιάζει σε μια ζωή πέρα από τα κάγκελα της φυλακής. Έπειτα η Μελίνα, στο μέλλον, μα στην πραγματικότητα σε ένα κοντινό παρελθόν όπου οι νέοι κάνουν τα πρώτα βήματα ανεξαρτησίας. Τέλος η Ίντυ, μια νεαρή μαχήτρια χωρίς όρια που ξαφνικά τα ανακαλύπτει. Μια ηρωίδα που αποδεικνύει στην πράξη πως στον αγώνα για την ελευθερία οι γυναίκες μπορούν ισότιμα -και μάλιστα πολλές φορές πολύ πιο θαρραλέα- να πολεμούν δίπλα στον άντρα. Γυναίκες με πείσμα, ικανότητες, ομορφιά, νιάτα, δυναμισμό, με τις επιλογές τους. Η ιστορία της ‘βαρύτητας’ είναι φτιαγμένη για να αναδείξει την πυρηνική εκείνη σχέση μεταξύ ενός ζευγαριού που παλεύει μαζί στη ζωή και τον αγώνα. Με τον ιδιαίτερο τρόπο τους κάθε φορά, με τις επιμέρους ιδιαιτερότητες και επιλογές μοχθούν για το καλύτερο. Για ένα καλύτερο μέλλον. Σε αυτήν την ακανθώδη πορεία -όπως συμβαίνει με όλους τους μεγάλους έρωτες- αναδεικνύονται όλες εκείνες οι διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα. Στο πώς, για παράδειγμα, η γυναίκα μπορεί πολύ πιο άνετα να εκφράσει την ανάγκη της για τη συντροφικότητα, την ‘ασφάλεια’, απ ότι ο άντρας που συνήθως δειλιάζει. Η ‘βαρύτητα’ είναι, πέρα από την πολιτική της διάσταση, μια ωδή στον έρωτα, το νοητικό παιχνίδι ανάμεσα στα δύο φύλα. Ωστόσο, δεν διεκδικεί κάποιου είδους ‘αντικειμενικότητα’. Διατηρεί μια αντρική ματιά μέσα σε αυτήν την ‘διελκυστίνδα’. Με απόλυτο σεβασμό και μια μικρή δόση προστατευτικότητας, για τούτο το υπέροχο φύλο που αξίζει να υμνείται διαχρονικά.
10. Σε όλες τις ιστορίες του βιβλίου, υπάρχει έντονο το στοιχείο της «μικρής ομάδας», των μερικών ατόμων που προσπαθούν να αλλάξουν με διαφορετικά μέσα και συνθήκες το ρου της ιστορίας…είναι αυτό κάτι που πιστεύεις, ότι τελικά τα πράγματα αλλάζουν από τις μικρές ομάδες; Ποιος θα έπρεπε να είναι ο ρόλος του κινήματος σε όλο αυτό;
Εκείνο που είναι θέσφατο πια στην πολιτική επιστήμη, αλλά και στους ίδιους τους χώρους των αγωνιστών είναι ότι οι επαναστάσεις πραγματοποιούνται από τις κοινωνίες. Κι όταν αναφερόμαστε στην κοινωνία, δεν εννοούμε το σύνολο των πολιτών μιας χώρας, ενός τόπου. Μιλάμε για κοινωνικά κομμάτια που έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί και έχουν κοινά ταξικά συμφέροντα. Τούτο είναι αδιαπραγμάτευτο. Η επανάσταση είναι μια μακρά διαδικασία πολιτικών και κοινωνικών διεργασιών. Περίπου το σύνολο των επαναστάσεων ακολούθησαν ένα τέτοιο μοτίβο. Ωστόσο, υπήρξαν και περιπτώσεις, όπως η κουβανική επανάσταση, που στηρίχθηκε πρωτίστως στο πείσμα και την θέληση μιας χούφτας μαχητών. Από κει και πέρα, πολλές είναι οι συζητήσεις στο χώρο των κινημάτων γι αυτό ακριβώς το ζήτημα. Από αυτήν, προκύπτουν και τάσεις που ακολουθούν την αντίστοιχη αντίληψη που βρίσκεται στη μία ή στην άλλη πλευρά. Η απάντηση, βέβαια, που συνενώνει και τις δύο ‘αντιμαχόμενες’ πλευρές, άτομο ή κοινωνία, είναι σχετικά απλή. Ο πυρήνας των επαναστάσεων πάντα θα είναι οι συλλογικότητες, οι ομάδες, τα κινήματα. Γιατί εκείνα είναι πάντα στην πρώτη γραμμή του αγώνα, εκείνα είναι που έχουν τη δύναμη της πρωτοβουλίας και την εμπειρία για να το πράξουν. Ακόμα και στο επίπεδο του ενός ατόμου αν πάμε, θα μπορούσαμε εύκολα να πούμε πως είναι στο χέρι του να αλλάξει τον κόσμο. Κι αυτή ίσως να είναι μια βασική διαφορά της αναρχίας από τον μαρξισμό. Ωστόσο, αυτός ο βολονταρισμός πρέπει να πλαισιώνεται με τις παραπάνω βασικές γνώσεις και να χρησιμοποιείται με μέτρο, γήινα, γιατί μετά καταλήγουμε πάλι στον ελιτισμό ή στον αντικοινωνισμό. Το άτομο πρέπει να είναι διατεθειμένο να κάνει το αδύνατο και να γνωρίζει πώς να πραγματοποιήσει το δυνατό.
Σε κάθε μυθιστόρημα, η καρδιά της ιστορίας είναι ο ήρωας. Από τα ελάχιστα πράγματα που γνώριζα σε σχέση με τη θεωρία της λογοτεχνίας ήταν ότι οι ήρωες πρέπει να έχουν μια στιβαρή παρουσία στην ιστορία. Να προσεγγίζονται εύκολα από τον αναγνώστη ανεξάρτητα αν ο ίδιος μπορεί να ταυτιστεί ή να αναγνωρίσει κομμάτια του εαυτού του σ αυτούς. Να έχουν, στην πραγματικότητα, κάτι οικειοποιήσιμο. Οι ομάδες, οι παρέες στις τρεις ιστορίες του βιβλίου προσπαθούν διαρκώς να υπερβούν καταστάσεις. Να ανατρέψουν υφιστάμενα γεγονότα με έναν τρόπο που δεν αντιστοιχεί -φαινομενικά- στο μέγεθος τους. Είτε σε πολιτικό είτε σε προσωπικό επίπεδο κάνουν πάντα τις πιο δύσκολες επιλογές. Αληθινές ηρωικές πράξεις από αληθινούς ήρωες. Κι αν πάλι κλείσουμε το βιβλίο και το καταχωνιάσουμε σε κάποιο ράφι, τότε τι διαφορετικό συμβαίνει στην πραγματικότητα; Έχουμε την ανάγκη από ήρωες, απλά από πολλούς. Και από εκείνους τους ήρωες που δε βιάζονται κραδαίνοντας τον τίτλο τους στον αέρα. Αφήνουν τους άλλους να το πούνε, κι αυτό χαμηλόφωνα.
11. Τι προσδοκίες είχες όταν έγραφες το βιβλίο; Τι προσδοκίες έχεις τώρα που έχει πάρει τον δρόμο του;
Τούτο το καλοκαίρι διάβασα Χέμινγουεϊ, τον ‘Γέρο και τη θάλασσα’. Όταν μου πρωτοκαρφώθηκε η ιδέα να γράψω μυθιστόρημα, σκέφτηκα ότι ο καλύτερος τρόπος για να μην εκτεθώ ‘λογοτεχνικά’ θα ήταν να γράψω κάτι σε στυλ νουάρ. Γράφοντας, κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι το αποτέλεσμα ήταν εκδόσιμο. Έτσι και προχώρησα. Ο στόχος αυτού του βιβλίου ήταν πρωτίστως πολιτικός και δευτερευόντως οτιδήποτε άλλο. Ωστόσο, είχα την αγωνία να ‘τιμήσω’ το μέσο με μια αξιοπρεπή παρουσία. Τελικά, μπορώ να πω ότι είμαι ικανοποιημένος για κάτι που κάνω για πρώτη φορά. Επανερχόμενος τώρα στον Χέμινγουεϊ, συνειδητοποίησα με μεγάλη μου απογοήτευση ότι η λογοτεχνία είναι κάτι άλλο απ αυτό που εγώ επιχείρησα. Μέσα σε λιγότερο από 150 σελίδες αποτύπωσε ένα αριστούργημα, χωρίς να υπάρχει λέξη να περισσεύει -όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο φίλος και εκδότης του. Αυτό είναι κάτι που με έχει προβληματίσει έκτοτε αρκετά. Η ‘βαρύτητα’ είναι ένα πολυδαίδαλο, πολυδιάστατο βιβλίο, με πάρα πολλές πληροφορίες, αναλύσεις, εικόνες, περιπέτειες. Είναι ένα ‘φορτωμένο’ βιβλίο. Παρόλα αυτά, προσπάθησα, ακριβώς λόγω της φύσης του αυτής που συμπεριλαμβάνει την εκπλήρωση αμφοτέρων στόχων, να μην το κάνω ένα επιτηδευμένο έργο. Άλλωστε, υπάρχουν διάφοροι τρόποι να προσεγγίσεις τα πολύπλοκα ζητήματα που πραγματεύεται το βιβλίο και ένας απ αυτούς είναι και η απλότητα. Τούτη είναι μια συμβουλή αυτοκριτικής για μια ενδεχόμενη επόμενη φορά.
Όταν ξεκινούσα να γράφω αυτό το βιβλίο πίστευα ότι κάποια πράγματα χρειάζονται επειγόντως αλλαγή. Και η ‘βαρύτητα’ ήταν μια ζώσα απόδειξη ότι ο άνθρωπος μπορεί να εξελίσσεται, να αλλάζει. Κάποτε θα μου ήταν αδιανόητο να επιχειρήσω κάτι ανάλογο. Αλλά και επί της ουσίας, οι προσδοκίες που είχα ήταν να συμβάλω στο να γίνουν κάποιες αλλαγές στον τρόπο, περισσότερο, που έχει εντυπωθεί μια ολόκληρη κουλτούρα στο ‘χώρο’ της αναρχίας, της επανάστασης. Στο να επανέλθει, δηλαδή, η αίσθηση του μέτρου σε μια σειρά από πράγματα. Και αυτό δεν γίνεται από τη θέση του κήνσορα, του σοφού πολιτικού κρατούμενου με τα γκριζαρισμένα μαλλιά που προσδίδουν, κατ’ ανάγκη, κάποιο κύρος. Η φυλακή δεν σου επιμετρά ‘παράσημα’. Είναι η συνολική πορεία του αγωνιστή που προσμετράται και κρίνεται κάθε στιγμή. Έτσι, προσδιόρισα κάποιους ομόκεντρους κύκλους γύρω από τους οποίους τοποθετούνται οι ειδικές απευθύνσεις μου. Είναι τα αντίστοιχα αναγνωστικά κοινά. Αρχικά, υπάρχει ένας πολύ στενός πυρήνας ανθρώπων που βρίσκεται κοντά μου και η απεύθυνση έχει ένα χαρακτήρα προσωπικής φύσης. Έπειτα, έρχεται η απεύθυνση στον χώρο της αναρχίας, σε παλιούς και νεότερους συντρόφους. Μετά, υπάρχει το ευρύτερο κίνημα που μπορεί να αντλήσει χρήσιμα διδάγματα. Τέλος, είναι μια τριβή με την κοινωνία, αλλά και τους φίλους του μυθιστορήματος, της λογοτεχνίας. Μια γνωριμία με την αναρχία που δεν ήξεραν ποτέ. Μια άλλη αναρχία, ίσως πιο οικεία ή πιο προσιτή, αλλά εξίσου επικίνδυνη για τους εχθρούς της. Μια αναρχία που δε φοβάται να τσαλακωθεί και προσωπικά. Μια αναρχία που της αρέσει να αγαπά τη ζωή και ταυτόχρονα να πολεμάει γι αυτήν. Κι αφήνει το χρόνο να την κρίνει, μα όχι να περάσει ανέξοδα.
Μου άρεσε όταν διόρθωνα το κείμενο στη δεύτερη γραφή, το γεγονός ότι είχα την αποκλειστικότητα του. Ήταν σα να είχα ένα ακόμη παιδί που δεν είχε ενηλικιωθεί, που δεν είχε βγει μόνο του στον κόσμο. Ήταν πραγματικά μοναδικές εκείνες οι στιγμές. Έπειτα, ήρθε η ώρα της έκδοσης. Το παιδί πετούσε μακριά μου. Είναι αμφίθυμα αυτά τα συναισθήματα. Βέβαια, ακόμη δεν έχω λάβει μια γερή ανατροφοδότηση για εκείνα που προκάλεσε το βιβλίο. Έχω, ωστόσο, μια πρώτη εικόνα αντιδράσεων, σκέψεων, κριτικής, αλλά και όμορφων διατυπώσεων για εκείνο. Δεν είμαι και πολύ αισιόδοξος για τη διεισδυτικότητα του, αλλά και κατά πόσο χρήσιμο, τελικά, μπορεί να φανεί, ωστόσο διατηρώ μια ελπίδα, όπως πάντα πρέπει να κάνει κανείς, έτσι ώστε τα γεγονότα να με εκπλήξουν. Διαφορετικά, ίσως την επόμενη φορά. Ως κατακλείδα, αφήνω τη διαπίστωση ότι το ευγενές εγχείρημα εκείνο της αλλαγής του κόσμου, αλλά και του κάθε ανθρώπου προσωπικά, είναι μια μάχη κατανόησης του ίδιου σου του εαυτού κι από τις δύο πλευρές. Στην συγκεκριμένη περίπτωση και από τον αναγνώστη και από τον συγγραφέα. Και συμβαίνει πολλές φορές στη ζωή και στον αγώνα, από την ιδιαίτερη αγωνία να τα καταφέρουμε, να αλλάζουμε τελικά μόνο τον εαυτό μας. Όχι, φυσικά, προς το καλύτερο.
Οι προσδοκίες που έχω για τη ‘βαρύτητα’ είναι να εξαντληθεί!
Και μην ξεχνάτε ότι από κάθε αντίτυπο του βιβλίου, 1€ πηγαίνει στο Ταμείο Αλληλεγγύης Φυλακισμένων και Διωκόμενων Αγωνιστών.
hitandrun.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια οσο το δυνατόν φιλτράρονται ως προς το ύφος και το ήθος τους.
Kάθε υβριστικό ,προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο θα διαγράφεται .
Εγκρίνονται μόνο τα μηνύματα στα οποία εκφράζονται υγιείς απόψεις.
Ο κάθε σχολιαστής υπογράφει ηλεκτρονικά το σχόλιο του και είναι υπεύθυνος έναντι των νόμων.
Το ΜΑΝΤΟΥΔΙ NEWS δεν ενστερνίζεται και δεν φέρει καμία ευθύνη για όσα γράφουν οι αναγνώστες στα σχόλια τους.